επιγονατίδα — η μικρό τριγωνικό κόκαλο, που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος του γόνατος, η μύλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιγονατίδα — ἐπιγονατίς knee pan fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
επιγονατιδικός — ή, όν [επιγονατίδα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιγονατίδα … Dictionary of Greek
προεπιγονατιδικός — ή, ο, Ν 1. ανατ. αυτός που βρίσκεται μπροστά από την επιγονατίδα 2. φρ. «προεπιγονατιδικός θύλακος» ανατ. ορογόνος θύλακος που βρίσκεται στον υποδόριο ιστό εμπρός από την επιγονατίδα … Dictionary of Greek
γονατιέρα — η η επιγονατίδα … Dictionary of Greek
επιγονίς — ἐπιγονίς, η (Α) 1. ο μυς τού μηρού πάνω από το γόνατο 2. η επιγονατίδα … Dictionary of Greek
επιγουνίς — ἐπιγουνίς, η (Α) 1. μυς τού μηρού πάνω από το γόνατο 2. επιγονατίδα 3. γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γουν ίς (< γούνυ, ιων. παράλλ. τ. τού γόνυ)] … Dictionary of Greek
επιμυλίς — ἐπιμυλίς, ἡ (Α) επιγονατίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μυλίς (< μύλη «μυλόπετρα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] … Dictionary of Greek
καυκί — το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν) κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά 2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα 3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι 4. η… … Dictionary of Greek